- αμανίκωτος
- η , ο1) без рукавов; 2) засучивший рукава, с обнажёнными руками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμανίκωτος — η, ο (Μ ἀμανίκωτος) [μανίκιον] αυτός που δεν έχει μανίκια, που έχει γυμνά τα χέρια, ξεμανίκωτος … Dictionary of Greek
αμανίκωτος — η, ο ο χωρίς μανίκια, με γυμνά τα μπράτσα: Η μητέρα της της έλεγε να μη βγαίνει στο δρόμο αμανίκωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)